- παλαιογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία ή στον παλαιογράφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Κ. Σακελλαρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιογραφία — η κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση παλιών χειρογράφων και τον καθορισμό της χρονολογίας σύνταξής τους. Ο επιστήμονας, παλαιογράφος, ο επίθ. παλαιογραφικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)